αγανόφρων

αγανόφρων
ἀγανόφρων (-ονος), ο (Α)
ευγενικός, ήπιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγανὸς + φρήν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀγανόφρων — gentle of mood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανόφρον — ἀγανόφρων gentle of mood masc/fem voc sg ἀγανόφρων gentle of mood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανόφρονα — ἀγανόφρων gentle of mood neut nom/voc/acc pl ἀγανόφρων gentle of mood masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανόφρονας — ἀγανόφρων gentle of mood masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανόφρονες — ἀγανόφρων gentle of mood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανόφρονος — ἀγανόφρων gentle of mood gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγανοφροσύνη — ἀγανοφροσύνη, η (Α) [ἀγανόφρων] καλή συμπεριφορά, ηπιότητα, γλυκύτητα, ευγένεια …   Dictionary of Greek

  • αγανός — ή, ό (Α ἀγανός, ή, όν) ήπιος, ήσυχος, πράος νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός 2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος αρχ. (στον Όμηρο συχνά… …   Dictionary of Greek

  • αινόφρων — αἰνόφρων ( ονος), ον (Α) προσηνής, ευπροσήγορος, αγανόφρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + φρων < φρὴν] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”